Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρενοβλαβέω
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
φρενοθελγής
φρενόθεν
φρενοκλοπέω
φρενοκλόπος
φρενόληπτος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοτέκτων
φρενοτερπής
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
View word page
φρενομανής
distracting the mind, maddening

ShortDef

distracting the mind, maddening

Debugging

Headword:
φρενομανής
Headword (normalized):
φρενομανής
Headword (normalized/stripped):
φρενομανης
IDX:
95145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95146
Key:

Data

{'content': 'distracting the mind, maddening'}