Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρενοβαρής
φρενοβλάβεια
φρενοβλαβέω
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
φρενοθελγής
φρενόθεν
φρενοκλοπέω
φρενοκλόπος
φρενόληπτος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοτέκτων
φρενοτερπής
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
View word page
φρενόληπτος
possessed, mad
ShortDef
possessed, mad
Debugging
Headword:
φρενόληπτος
Headword (normalized):
φρενόληπτος
Headword (normalized/stripped):
φρενοληπτος
IDX:
95143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95144
Key:
Data
{'content': 'possessed, mad'}