Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρενιτίζω
φρενιτικός
φρενῖτις
φρενιτισμός
φρενοάρας
φρενοβαρής
φρενοβλάβεια
φρενοβλαβέω
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
φρενοθελγής
φρενόθεν
φρενοκλοπέω
φρενοκλόπος
φρενόληπτος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
View word page
φρενοδαλής
ruining the mind

ShortDef

ruining the mind

Debugging

Headword:
φρενοδαλής
Headword (normalized):
φρενοδαλής
Headword (normalized/stripped):
φρενοδαλης
IDX:
95138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95139
Key:

Data

{'content': 'ruining the mind'}