Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρενήρης
φρενιτιάω
φρενιτίζω
φρενιτικός
φρενῖτις
φρενιτισμός
φρενοάρας
φρενοβαρής
φρενοβλάβεια
φρενοβλαβέω
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
φρενοθελγής
φρενόθεν
φρενοκλοπέω
φρενοκλόπος
φρενόληπτος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
View word page
φρενοβλαβής
damaged in the understanding, deranged

ShortDef

damaged in the understanding, deranged

Debugging

Headword:
φρενοβλαβής
Headword (normalized):
φρενοβλαβής
Headword (normalized/stripped):
φρενοβλαβης
IDX:
95136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95137
Key:

Data

{'content': 'damaged in the understanding, deranged'}