Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρεναπάτης
φρενήρης
φρενιτιάω
φρενιτίζω
φρενιτικός
φρενῖτις
φρενιτισμός
φρενοάρας
φρενοβαρής
φρενοβλάβεια
φρενοβλαβέω
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
φρενοθελγής
φρενόθεν
φρενοκλοπέω
φρενοκλόπος
φρενόληπτος
φρενολῃστής
φρενομανής
View word page
φρενοβλαβέω
to be distraught, frantic
ShortDef
to be distraught, frantic
Debugging
Headword:
φρενοβλαβέω
Headword (normalized):
φρενοβλαβέω
Headword (normalized/stripped):
φρενοβλαβεω
IDX:
95135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95136
Key:
Data
{'content': 'to be distraught, frantic'}