Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρεναπατάω
φρεναπάτης
φρενήρης
φρενιτιάω
φρενιτίζω
φρενιτικός
φρενῖτις
φρενιτισμός
φρενοάρας
φρενοβαρής
φρενοβλάβεια
φρενοβλαβέω
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
φρενοθελγής
φρενόθεν
φρενοκλοπέω
φρενοκλόπος
φρενόληπτος
φρενολῃστής
View word page
φρενοβλάβεια
damage of the understanding, madness, folly
ShortDef
damage of the understanding, madness, folly
Debugging
Headword:
φρενοβλάβεια
Headword (normalized):
φρενοβλάβεια
Headword (normalized/stripped):
φρενοβλαβεια
IDX:
95134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95135
Key:
Data
{'content': 'damage of the understanding, madness, folly'}