Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρεατισμός
φρεατοτύπανον
φρεατώδης
φρεναπατάω
φρεναπάτης
φρενήρης
φρενιτιάω
φρενιτίζω
φρενιτικός
φρενῖτις
φρενιτισμός
φρενοάρας
φρενοβαρής
φρενοβλάβεια
φρενοβλαβέω
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
φρενοθελγής
φρενόθεν
φρενοκλοπέω
View word page
φρενιτισμός
frenzy

ShortDef

frenzy

Debugging

Headword:
φρενιτισμός
Headword (normalized):
φρενιτισμός
Headword (normalized/stripped):
φρενιτισμος
IDX:
95131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95132
Key:

Data

{'content': 'frenzy'}