Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρεατιαῖος
φρεατίας
φρεατισμός
φρεατοτύπανον
φρεατώδης
φρεναπατάω
φρεναπάτης
φρενήρης
φρενιτιάω
φρενιτίζω
φρενιτικός
φρενῖτις
φρενιτισμός
φρενοάρας
φρενοβαρής
φρενοβλάβεια
φρενοβλαβέω
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
φρενοθελγής
View word page
φρενιτικός
suffering from inflammation of the brain, phrenitis

ShortDef

suffering from inflammation of the brain, phrenitis

Debugging

Headword:
φρενιτικός
Headword (normalized):
φρενιτικός
Headword (normalized/stripped):
φρενιτικος
IDX:
95129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95130
Key:

Data

{'content': 'suffering from inflammation of the brain, phrenitis'}