Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρεατία
φρεατιαῖος
φρεατίας
φρεατισμός
φρεατοτύπανον
φρεατώδης
φρεναπατάω
φρεναπάτης
φρενήρης
φρενιτιάω
φρενιτίζω
φρενιτικός
φρενῖτις
φρενιτισμός
φρενοάρας
φρενοβαρής
φρενοβλάβεια
φρενοβλαβέω
φρενοβλαβής
φρενογηθής
φρενοδαλής
View word page
φρενιτίζω
be delirious

ShortDef

be delirious

Debugging

Headword:
φρενιτίζω
Headword (normalized):
φρενιτίζω
Headword (normalized/stripped):
φρενιτιζω
IDX:
95128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95129
Key:

Data

{'content': 'be delirious'}