Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φρεάρριος
φρεατία
φρεατιαῖος
φρεατίας
φρεατισμός
φρεατοτύπανον
φρεατώδης
φρεναπατάω
φρεναπάτης
φρενήρης
φρενιτιάω
φρενιτίζω
φρενιτικός
φρενῖτις
φρενιτισμός
φρενοάρας
φρενοβαρής
φρενοβλάβεια
φρενοβλαβέω
φρενοβλαβής
φρενογηθής
View word page
φρενιτιάω
to have a violent fever, be delirious
ShortDef
to have a violent fever, be delirious
Debugging
Headword:
φρενιτιάω
Headword (normalized):
φρενιτιάω
Headword (normalized/stripped):
φρενιτιαω
IDX:
95127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95128
Key:
Data
{'content': 'to have a violent fever, be delirious'}