Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φράτριος
φρεάντλης
φρέαρ
Φρεάρριος
φρεατία
φρεατιαῖος
φρεατίας
φρεατισμός
φρεατοτύπανον
φρεατώδης
φρεναπατάω
φρεναπάτης
φρενήρης
φρενιτιάω
φρενιτίζω
φρενιτικός
φρενῖτις
φρενιτισμός
φρενοάρας
φρενοβαρής
φρενοβλάβεια
View word page
φρεναπατάω
to deceive
ShortDef
to deceive
Debugging
Headword:
φρεναπατάω
Headword (normalized):
φρεναπατάω
Headword (normalized/stripped):
φρεναπαταω
IDX:
95124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95125
Key:
Data
{'content': 'to deceive'}