Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρατρικός
φράτριος
φρεάντλης
φρέαρ
Φρεάρριος
φρεατία
φρεατιαῖος
φρεατίας
φρεατισμός
φρεατοτύπανον
φρεατώδης
φρεναπατάω
φρεναπάτης
φρενήρης
φρενιτιάω
φρενιτίζω
φρενιτικός
φρενῖτις
φρενιτισμός
φρενοάρας
φρενοβαρής
View word page
φρεατώδης
like a well
ShortDef
like a well
Debugging
Headword:
φρεατώδης
Headword (normalized):
φρεατώδης
Headword (normalized/stripped):
φρεατωδης
IDX:
95123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95124
Key:
Data
{'content': 'like a well'}