Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρατριατικός
φρατριεύς
φρατρικός
φράτριος
φρεάντλης
φρέαρ
Φρεάρριος
φρεατία
φρεατιαῖος
φρεατίας
φρεατισμός
φρεατοτύπανον
φρεατώδης
φρεναπατάω
φρεναπάτης
φρενήρης
φρενιτιάω
φρενιτίζω
φρενιτικός
φρενῖτις
φρενιτισμός
View word page
φρεατισμός
falling into a well

ShortDef

falling into a well

Debugging

Headword:
φρεατισμός
Headword (normalized):
φρεατισμός
Headword (normalized/stripped):
φρεατισμος
IDX:
95121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95122
Key:

Data

{'content': 'falling into a well'}