Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρατριασμός
φρατριαστής
φρατριατικός
φρατριεύς
φρατρικός
φράτριος
φρεάντλης
φρέαρ
Φρεάρριος
φρεατία
φρεατιαῖος
φρεατίας
φρεατισμός
φρεατοτύπανον
φρεατώδης
φρεναπατάω
φρεναπάτης
φρενήρης
φρενιτιάω
φρενιτίζω
φρενιτικός
View word page
φρεατιαῖος
belonging to a well

ShortDef

belonging to a well

Debugging

Headword:
φρεατιαῖος
Headword (normalized):
φρεατιαῖος
Headword (normalized/stripped):
φρεατιαιος
IDX:
95119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95120
Key:

Data

{'content': 'belonging to a well'}