Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνύδρευτος
ἀνυδρία
ἄνυδρος
ἀνύλακτος
ἄνυλος
ἀνυμέναιος
ἀνυμεναιόω
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυόδρομος
ἀνυπαίτιος
ἀνυπάκουστος
ἀνύπαρκτος
ἀνυπαρξία
ἀνύπεικτος
ἀνυπεξαιρέτως
ἀνυπέραρτος
ἀνυπέρβατος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπέρεκτος
View word page
ἀνυόδρομος
swiftly-running, fleet

ShortDef

swiftly-running, fleet

Debugging

Headword:
ἀνυόδρομος
Headword (normalized):
ἀνυόδρομος
Headword (normalized/stripped):
ανυοδρομος
IDX:
9511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9512
Key:

Data

{'content': 'swiftly-running, fleet'}