Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρατριακός
φρατριαρχέω
φρατρίαρχος
φρατριασμός
φρατριαστής
φρατριατικός
φρατριεύς
φρατρικός
φράτριος
φρεάντλης
φρέαρ
Φρεάρριος
φρεατία
φρεατιαῖος
φρεατίας
φρεατισμός
φρεατοτύπανον
φρεατώδης
φρεναπατάω
φρεναπάτης
φρενήρης
View word page
φρέαρ
a well
ShortDef
a well
Debugging
Headword:
φρέαρ
Headword (normalized):
φρέαρ
Headword (normalized/stripped):
φρεαρ
IDX:
95116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95117
Key:
Data
{'content': 'a well'}