Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρατριάζω
φρατριακός
φρατριαρχέω
φρατρίαρχος
φρατριασμός
φρατριαστής
φρατριατικός
φρατριεύς
φρατρικός
φράτριος
φρεάντλης
φρέαρ
Φρεάρριος
φρεατία
φρεατιαῖος
φρεατίας
φρεατισμός
φρεατοτύπανον
φρεατώδης
φρεναπατάω
φρεναπάτης
View word page
φρεάντλης
one who draws from a well

ShortDef

one who draws from a well

Debugging

Headword:
φρεάντλης
Headword (normalized):
φρεάντλης
Headword (normalized/stripped):
φρεαντλης
IDX:
95115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95116
Key:

Data

{'content': 'one who draws from a well'}