Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνυδρεύομαι
ἀνύδρευτος
ἀνυδρία
ἄνυδρος
ἀνύλακτος
ἄνυλος
ἀνυμέναιος
ἀνυμεναιόω
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυόδρομος
ἀνυπαίτιος
ἀνυπάκουστος
ἀνύπαρκτος
ἀνυπαρξία
ἀνύπεικτος
ἀνυπεξαιρέτως
ἀνυπέραρτος
ἀνυπέρβατος
ἀνυπέρβλητος
View word page
ἄνυμφος
not bridal, unwedded

ShortDef

not bridal, unwedded

Debugging

Headword:
ἄνυμφος
Headword (normalized):
ἄνυμφος
Headword (normalized/stripped):
ανυμφος
IDX:
9510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9511
Key:

Data

{'content': 'not bridal, unwedded'}