Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φραστέον
φραστήρ
φράστης
φραστικός
φραστός
φραστύς
φράστωρ
φράτηρ
φρατορικός
φράτρα
φρατριάζω
φρατριακός
φρατριαρχέω
φρατρίαρχος
φρατριασμός
φρατριαστής
φρατριατικός
φρατριεύς
φρατρικός
φράτριος
φρεάντλης
View word page
φρατριάζω
to be in the same φράτρα, brotherhood
ShortDef
to be in the same φράτρα, brotherhood
Debugging
Headword:
φρατριάζω
Headword (normalized):
φρατριάζω
Headword (normalized/stripped):
φρατριαζω
IDX:
95105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95106
Key:
Data
{'content': 'to be in the same φράτρα, brotherhood'}