Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φραδάζω
φραδατήρ
φραδή
φραδής
Φραδμονίδης
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φρακτεύω
φράκτης
φρακτός
φράξις
φράσις
φρασμοσύνη
φράσσω
φραστέον
φραστήρ
φράστης
φραστικός
φραστός
φραστύς
View word page
φρακτός
fenced, protected

ShortDef

fenced, protected

Debugging

Headword:
φρακτός
Headword (normalized):
φρακτός
Headword (normalized/stripped):
φρακτος
IDX:
95090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95091
Key:

Data

{'content': 'fenced, protected'}