Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φραγμίτης
φραγμός
φραδά
φραδάζω
φραδατήρ
φραδή
φραδής
Φραδμονίδης
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φρακτεύω
φράκτης
φρακτός
φράξις
φράσις
φρασμοσύνη
φράσσω
φραστέον
φραστήρ
φράστης
View word page
φράζω
to point out, shew, indicate

ShortDef

to point out, shew, indicate

Debugging

Headword:
φράζω
Headword (normalized):
φράζω
Headword (normalized/stripped):
φραζω
IDX:
95087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95088
Key:

Data

{'content': 'to point out, shew, indicate'}