Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φράγδην
φράγμα
φραγμίτης
φραγμός
φραδά
φραδάζω
φραδατήρ
φραδή
φραδής
Φραδμονίδης
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φρακτεύω
φράκτης
φρακτός
φράξις
φράσις
φρασμοσύνη
φράσσω
φραστέον
View word page
φραδμοσύνη
understanding, shrewdness, cunning
ShortDef
understanding, shrewdness, cunning
Debugging
Headword:
φραδμοσύνη
Headword (normalized):
φραδμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
φραδμοσυνη
IDX:
95085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95086
Key:
Data
{'content': 'understanding, shrewdness, cunning'}