Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φόωσδε
Φράγγος
φράγδην
φράγμα
φραγμίτης
φραγμός
φραδά
φραδάζω
φραδατήρ
φραδή
φραδής
Φραδμονίδης
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φρακτεύω
φράκτης
φρακτός
φράξις
φράσις
φρασμοσύνη
View word page
φραδής
understanding, wise, shrewd

ShortDef

understanding, wise, shrewd

Debugging

Headword:
φραδής
Headword (normalized):
φραδής
Headword (normalized/stripped):
φραδης
IDX:
95083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95084
Key:

Data

{'content': 'understanding, wise, shrewd'}