Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοῦσκα
Φούφιος
φόως
φόωσδε
Φράγγος
φράγδην
φράγμα
φραγμίτης
φραγμός
φραδά
φραδάζω
φραδατήρ
φραδή
φραδής
Φραδμονίδης
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φρακτεύω
φράκτης
φρακτός
View word page
φραδάζω
to make known

ShortDef

to make known

Debugging

Headword:
φραδάζω
Headword (normalized):
φραδάζω
Headword (normalized/stripped):
φραδαζω
IDX:
95080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95081
Key:

Data

{'content': 'to make known'}