Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνυγιής
ἀνυγραίνω
ἀνυγρασμός
ἀνύδατος
ἀνυδρείω
ἀνυδρεύομαι
ἀνύδρευτος
ἀνυδρία
ἄνυδρος
ἀνύλακτος
ἄνυλος
ἀνυμέναιος
ἀνυμεναιόω
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυόδρομος
ἀνυπαίτιος
ἀνυπάκουστος
ἀνύπαρκτος
ἀνυπαρξία
View word page
ἄνυλος
treeless
ShortDef
treeless
Debugging
Headword:
ἄνυλος
Headword (normalized):
ἄνυλος
Headword (normalized/stripped):
ανυλος
IDX:
9505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9506
Key:
Data
{'content': 'treeless'}