Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φορτικεύομαι
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φορτισμός
φορτοβαστάκτης
φόρτος
φορτοστόλος
φορτοφορέω
φορτόω
φορυκτός
φορύνω
φορύσσω
φορυτός
φόσσατον
φουγίων
φουλβῖνον
φουλιᾶτα
φούλλικλον
φουμῶσος
View word page
φορτόω
load

ShortDef

load

Debugging

Headword:
φορτόω
Headword (normalized):
φορτόω
Headword (normalized/stripped):
φορτοω
IDX:
95052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95053
Key:

Data

{'content': 'load'}