Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φορτηγός
φορτιαφόρος
φορτίζω
φορτικεύομαι
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φορτισμός
φορτοβαστάκτης
φόρτος
φορτοστόλος
φορτοφορέω
φορτόω
φορυκτός
φορύνω
φορύσσω
φορυτός
φόσσατον
φουγίων
φουλβῖνον
View word page
φόρτος
a load, a ship's freight

ShortDef

a load, a ship's freight

Debugging

Headword:
φόρτος
Headword (normalized):
φόρτος
Headword (normalized/stripped):
φορτος
IDX:
95049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95050
Key:

Data

{'content': "a load, a ship's freight"}