Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνυγίαστος
ἀνυγιής
ἀνυγραίνω
ἀνυγρασμός
ἀνύδατος
ἀνυδρείω
ἀνυδρεύομαι
ἀνύδρευτος
ἀνυδρία
ἄνυδρος
ἀνύλακτος
ἄνυλος
ἀνυμέναιος
ἀνυμεναιόω
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυόδρομος
ἀνυπαίτιος
ἀνυπάκουστος
ἀνύπαρκτος
View word page
ἀνύλακτος
without barking

ShortDef

without barking

Debugging

Headword:
ἀνύλακτος
Headword (normalized):
ἀνύλακτος
Headword (normalized/stripped):
ανυλακτος
IDX:
9504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9505
Key:

Data

{'content': 'without barking'}