Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φορτηγικός
φορτηγός
φορτιαφόρος
φορτίζω
φορτικεύομαι
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φορτισμός
φορτοβαστάκτης
φόρτος
φορτοστόλος
φορτοφορέω
φορτόω
φορυκτός
φορύνω
φορύσσω
φορυτός
φόσσατον
φουγίων
View word page
φορτοβαστάκτης
porter
ShortDef
porter
Debugging
Headword:
φορτοβαστάκτης
Headword (normalized):
φορτοβαστάκτης
Headword (normalized/stripped):
φορτοβαστακτης
IDX:
95048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95049
Key:
Data
{'content': 'porter'}