Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φορταγωγός
φόρταξ
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτιαφόρος
φορτίζω
φορτικεύομαι
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φορτισμός
φορτοβαστάκτης
φόρτος
φορτοστόλος
φορτοφορέω
φορτόω
φορυκτός
φορύνω
View word page
φορτικότης
vulgarity, bad taste

ShortDef

vulgarity, bad taste

Debugging

Headword:
φορτικότης
Headword (normalized):
φορτικότης
Headword (normalized/stripped):
φορτικοτης
IDX:
95044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95045
Key:

Data

{'content': 'vulgarity, bad taste'}