Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φορταγωγέω
φορταγωγός
φόρταξ
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτιαφόρος
φορτίζω
φορτικεύομαι
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φορτισμός
φορτοβαστάκτης
φόρτος
φορτοστόλος
φορτοφορέω
φορτόω
φορυκτός
View word page
φορτικός
coarse, vulgar, tiresome

ShortDef

coarse, vulgar, tiresome

Debugging

Headword:
φορτικός
Headword (normalized):
φορτικός
Headword (normalized/stripped):
φορτικος
IDX:
95043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95044
Key:

Data

{'content': 'coarse, vulgar, tiresome'}