Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοροφορέω
φορταγωγέω
φορταγωγός
φόρταξ
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτιαφόρος
φορτίζω
φορτικεύομαι
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φορτισμός
φορτοβαστάκτης
φόρτος
φορτοστόλος
φορτοφορέω
φορτόω
View word page
φορτικεύομαι
jest vulgarly
ShortDef
jest vulgarly
Debugging
Headword:
φορτικεύομαι
Headword (normalized):
φορτικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
φορτικευομαι
IDX:
95042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95043
Key:
Data
{'content': 'jest vulgarly'}