Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φόρος
φοροτελής
φοροφορέω
φορταγωγέω
φορταγωγός
φόρταξ
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτιαφόρος
φορτίζω
φορτικεύομαι
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φορτισμός
φορτοβαστάκτης
φόρτος
φορτοστόλος
View word page
φορτιαφόρος
porter
ShortDef
porter
Debugging
Headword:
φορτιαφόρος
Headword (normalized):
φορτιαφόρος
Headword (normalized/stripped):
φορτιαφορος
IDX:
95040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95041
Key:
Data
{'content': 'porter'}