Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φορός
φόρος
φοροτελής
φοροφορέω
φορταγωγέω
φορταγωγός
φόρταξ
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτιαφόρος
φορτίζω
φορτικεύομαι
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φορτισμός
φορτοβαστάκτης
φόρτος
View word page
φορτηγός
one who carries burdens, a carrier, trafficker, merchant

ShortDef

one who carries burdens, a carrier, trafficker, merchant

Debugging

Headword:
φορτηγός
Headword (normalized):
φορτηγός
Headword (normalized/stripped):
φορτηγος
IDX:
95039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95040
Key:

Data

{'content': 'one who carries burdens, a carrier, trafficker, merchant'}