Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φορολόγος
φόρον
φορός
φόρος
φοροτελής
φοροφορέω
φορταγωγέω
φορταγωγός
φόρταξ
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτιαφόρος
φορτίζω
φορτικεύομαι
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φορτισμός
View word page
φορτηγία
a carrying of loads, carrying trade
ShortDef
a carrying of loads, carrying trade
Debugging
Headword:
φορτηγία
Headword (normalized):
φορτηγία
Headword (normalized/stripped):
φορτηγια
IDX:
95037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95038
Key:
Data
{'content': 'a carrying of loads, carrying trade'}