Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φορολογία
φορολόγος
φόρον
φορός
φόρος
φοροτελής
φοροφορέω
φορταγωγέω
φορταγωγός
φόρταξ
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτιαφόρος
φορτίζω
φορτικεύομαι
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
View word page
φορτηγέω
to carry freights
ShortDef
to carry freights
Debugging
Headword:
φορτηγέω
Headword (normalized):
φορτηγέω
Headword (normalized/stripped):
φορτηγεω
IDX:
95036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95037
Key:
Data
{'content': 'to carry freights'}