Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φορμοφόρος
φορμύνιος
φορολογέω
φορολόγητος
φορολογία
φορολόγος
φόρον
φορός
φόρος
φοροτελής
φοροφορέω
φορταγωγέω
φορταγωγός
φόρταξ
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτιαφόρος
φορτίζω
φορτικεύομαι
View word page
φοροφορέω
pay a contribution

ShortDef

pay a contribution

Debugging

Headword:
φοροφορέω
Headword (normalized):
φοροφορέω
Headword (normalized/stripped):
φοροφορεω
IDX:
95032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95033
Key:

Data

{'content': 'pay a contribution'}