Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φορμίον
φορμίς
φορμίσκος
Φορμίων
φορμοκοιτέω
φορμορραφέομαι
φορμορραφίς
φορμός
φορμοσίκων
φορμοφορέω
φορμοφόρος
φορμύνιος
φορολογέω
φορολόγητος
φορολογία
φορολόγος
φόρον
φορός
φόρος
φοροτελής
φοροφορέω
View word page
φορμοφόρος
porter
ShortDef
porter
Debugging
Headword:
φορμοφόρος
Headword (normalized):
φορμοφόρος
Headword (normalized/stripped):
φορμοφορος
IDX:
95022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95023
Key:
Data
{'content': 'porter'}