Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φορμικτός
φορμίον
φορμίς
φορμίσκος
Φορμίων
φορμοκοιτέω
φορμορραφέομαι
φορμορραφίς
φορμός
φορμοσίκων
φορμοφορέω
φορμοφόρος
φορμύνιος
φορολογέω
φορολόγητος
φορολογία
φορολόγος
φόρον
φορός
φόρος
φοροτελής
View word page
φορμοφορέω
carry baskets
ShortDef
carry baskets
Debugging
Headword:
φορμοφορέω
Headword (normalized):
φορμοφορέω
Headword (normalized/stripped):
φορμοφορεω
IDX:
95021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95022
Key:
Data
{'content': 'carry baskets'}