Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φορμικτής
φορμικτός
φορμίον
φορμίς
φορμίσκος
Φορμίων
φορμοκοιτέω
φορμορραφέομαι
φορμορραφίς
φορμός
φορμοσίκων
φορμοφορέω
φορμοφόρος
φορμύνιος
φορολογέω
φορολόγητος
φορολογία
φορολόγος
φόρον
φορός
φόρος
View word page
φορμοσίκων
obese, corpulent

ShortDef

obese, corpulent

Debugging

Headword:
φορμοσίκων
Headword (normalized):
φορμοσίκων
Headword (normalized/stripped):
φορμοσικων
IDX:
95020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95021
Key:

Data

{'content': 'obese, corpulent'}