Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φορμίζω
φορμικτής
φορμικτός
φορμίον
φορμίς
φορμίσκος
Φορμίων
φορμοκοιτέω
φορμορραφέομαι
φορμορραφίς
φορμός
φορμοσίκων
φορμοφορέω
φορμοφόρος
φορμύνιος
φορολογέω
φορολόγητος
φορολογία
φορολόγος
φόρον
φορός
View word page
φορμός
a basket for carrying

ShortDef

a basket for carrying

Debugging

Headword:
φορμός
Headword (normalized):
φορμός
Headword (normalized/stripped):
φορμος
IDX:
95019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95020
Key:

Data

{'content': 'a basket for carrying'}