Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντωφέλεια
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἀνυγίαστος
ἀνυγιής
ἀνυγραίνω
ἀνυγρασμός
ἀνύδατος
ἀνυδρείω
ἀνυδρεύομαι
ἀνύδρευτος
ἀνυδρία
ἄνυδρος
ἀνύλακτος
ἄνυλος
ἀνυμέναιος
ἀνυμεναιόω
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυόδρομος
View word page
ἀνύδρευτος
unwatered

ShortDef

unwatered

Debugging

Headword:
ἀνύδρευτος
Headword (normalized):
ἀνύδρευτος
Headword (normalized/stripped):
ανυδρευτος
IDX:
9501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9502
Key:

Data

{'content': 'unwatered'}