Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτής
φορμικτός
φορμίον
φορμίς
φορμίσκος
Φορμίων
φορμοκοιτέω
φορμορραφέομαι
φορμορραφίς
φορμός
φορμοσίκων
φορμοφορέω
φορμοφόρος
φορμύνιος
φορολογέω
φορολόγητος
φορολογία
φορολόγος
View word page
φορμορραφέομαι
to be stitched like a mat, to be hampered
ShortDef
to be stitched like a mat, to be hampered
Debugging
Headword:
φορμορραφέομαι
Headword (normalized):
φορμορραφέομαι
Headword (normalized/stripped):
φορμορραφεομαι
IDX:
95017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95018
Key:
Data
{'content': 'to be stitched like a mat, to be hampered'}