Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φόρκυς
φορμαλεία
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτής
φορμικτός
φορμίον
φορμίς
φορμίσκος
Φορμίων
φορμοκοιτέω
φορμορραφέομαι
φορμορραφίς
φορμός
φορμοσίκων
φορμοφορέω
φορμοφόρος
φορμύνιος
φορολογέω
φορολόγητος
View word page
Φορμίων
Phormio
ShortDef
Phormio
Debugging
Headword:
Φορμίων
Headword (normalized):
φορμίων
Headword (normalized/stripped):
φορμιων
IDX:
95015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95016
Key:
Data
{'content': 'Phormio'}