Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φορκίδες
Φόρκυς
φορμαλεία
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτής
φορμικτός
φορμίον
φορμίς
φορμίσκος
Φορμίων
φορμοκοιτέω
φορμορραφέομαι
φορμορραφίς
φορμός
φορμοσίκων
φορμοφορέω
φορμοφόρος
φορμύνιος
φορολογέω
View word page
φορμίσκος
little basket

ShortDef

little basket

Debugging

Headword:
φορμίσκος
Headword (normalized):
φορμίσκος
Headword (normalized/stripped):
φορμισκος
IDX:
95014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95015
Key:

Data

{'content': 'little basket'}