Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φόρκες
Φορκίδες
Φόρκυς
φορμαλεία
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτής
φορμικτός
φορμίον
φορμίς
φορμίσκος
Φορμίων
φορμοκοιτέω
φορμορραφέομαι
φορμορραφίς
φορμός
φορμοσίκων
φορμοφορέω
φορμοφόρος
φορμύνιος
View word page
φορμίς
small basket
ShortDef
small basket
Debugging
Headword:
φορμίς
Headword (normalized):
φορμίς
Headword (normalized/stripped):
φορμις
IDX:
95013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95014
Key:
Data
{'content': 'small basket'}