Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φορίνη
φόρκες
Φορκίδες
Φόρκυς
φορμαλεία
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτής
φορμικτός
φορμίον
φορμίς
φορμίσκος
Φορμίων
φορμοκοιτέω
φορμορραφέομαι
φορμορραφίς
φορμός
φορμοσίκων
φορμοφορέω
φορμοφόρος
View word page
φορμίον
mat
ShortDef
mat
Debugging
Headword:
φορμίον
Headword (normalized):
φορμίον
Headword (normalized/stripped):
φορμιον
IDX:
95012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95013
Key:
Data
{'content': 'mat'}