Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φορικός
φόριμος
φορίνη
φόρκες
Φορκίδες
Φόρκυς
φορμαλεία
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτής
φορμικτός
φορμίον
φορμίς
φορμίσκος
Φορμίων
φορμοκοιτέω
φορμορραφέομαι
φορμορραφίς
φορμός
φορμοσίκων
View word page
φορμικτής
a harper

ShortDef

a harper

Debugging

Headword:
φορμικτής
Headword (normalized):
φορμικτής
Headword (normalized/stripped):
φορμικτης
IDX:
95010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95011
Key:

Data

{'content': 'a harper'}