Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φορεύς
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φόρησις
φορητέος
φορητικός
φορητός
φόριγγες
φορικός
φόριμος
φορίνη
φόρκες
Φορκίδες
Φόρκυς
φορμαλεία
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτής
φορμικτός
View word page
φόριμος
bearing, fruitful
ShortDef
bearing, fruitful
Debugging
Headword:
φόριμος
Headword (normalized):
φόριμος
Headword (normalized/stripped):
φοριμος
IDX:
95001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95002
Key:
Data
{'content': 'bearing, fruitful'}