Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβλεμής
ἀβλεννής
ἀβλεπτέω
ἀβλέπτημα
ἀβλέφαρος
ἀβλεψία
Ἄβληρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρής
ἀβληχρός
ἀβοηθησία
ἀβοήθητος
ἀβοηθί
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
View word page
ἀβληχρής
mild, soothing
ShortDef
mild, soothing
Debugging
Headword:
ἀβληχρής
Headword (normalized):
ἀβληχρής
Headword (normalized/stripped):
αβληχρης
IDX:
94
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95
Key:
Data
{'content': 'mild, soothing'}